σοντάρισμα

σοντάρισμα
το, Ν [σοντάρω]
1. μέτρηση τού βάθους θάλασσας, λίμνης ή ποταμού με τη σόντα
2. δειγματοληψία τού θαλάσσιου βυθού
3. δειγματοληψία που γίνεται στο βάθος σάκου ενός προϊόντος με τη σόντα
4. καθετηριασμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”